- κονδίτος
- κονδῑτος, -ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῑτον, Μ ουδ. και κοντῑτον)1. καρυκευμένος, αρωματικός, πικάντικος («κονδῑτος οἶνος», Γεωπ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδῑτονκρασί με μπαχαρικά, αρωματικό κρασίμσν.το αρσ. ως ουσ. ὁ κονδῑτος καρύκευμα, μπαχαρικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conditus, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. condio «καρυκεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.